- Έλβα
- η о-в Эльба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Έλβα — (Elba). Νησί (223 τ. χλμ., περ. 35.000 κάτ.) της Ιταλίας. Βρίσκεται στο βόρειο Τυρρηνικό πέλαγος, μεταξύ Κορσικής και Τοσκάνης, από την οποία απέχει περίπου 10 χλμ. και από την οποία χωρίζεται με το στενό του Πιομπίνο. Διοικητικά ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Δρέσδη — (Dresden). Πόλη (477.700 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου της Σαξονίας (18.409 τ. χλμ., 4.384.192 κάτ. το 2001) και ιστορική πρωτεύουσα της Σαξονίας. Η Δ. είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Έλβα, κοντά στη… … Dictionary of Greek
Πολάβοι — οι, Ν ομάδα δυτικών σλαβικών φύλων τα οποία κατοικούσαν κατά τον μεσαίωνα στην περιοχή που ορίζεται δυτικά από τον Κάτω Έλβα, βόρεια από τη Βαλτική Θάλασσα, ανατολικά από τον Κάτω Όντερ και νότια από τη Λουσατία, αλλ. Σλάβοι τού Έλβα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… … Dictionary of Greek
Αμβούργο — (Hamburg). Πόλη (1.688.300 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας και κυριότερη από τις χανσεατικές πόλεις. To μείζον Α. αποτελεί ομόσπονδο κράτος (länder) με έκταση 755 τ. χλμ. και το πολεοδομικό του συγκρότημα έχει… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ιλβαΐτης — Ορυκτό, μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών με χημικό τύπο CaFe2+2Fe3+(SiO4)2OH. Όπως φαίνεται και από τη χημική σύσταση του ορυκτού, ο περιεχόμενος σίδηρος απαντάται σε δισθενή και σε τρισθενή μορφή. Ο ι. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα … Dictionary of Greek